Δεκαοχτάχρονος απόφοιτος μόνος ψάχνει.

    Ήρθε ξανά λοιπόν εκείνη η εποχή του χρόνου, η τόσο σημαντική για χιλιάδες νέους. Ο λόγος για όλους εκείνους που πριν περίπου ένα μήνα συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις διεκδικώντας έτσι μια θέση στην ανώτατη/ανώτερη εκπαίδευση.


    Είναι γνωστό στον καθένα πως η χρονιά της Γ' λυκείου είναι ιδιαίτερη συγκριτικά με τα προηγούμενα σχολικά χρόνια, μια και με το πέρας της σηματοδοτεί το πέρασμα από την εφηβική στην ενήλικη ζωή. Αυτή η αλλαγή πρωτογενώς ενδεχομένως να μην φαντάζει κάτι το σπουδαίο, εντούτοις στην πορεία ο κάθε νέος καλούμενος να αναλάβει υποχρεώσεις, έρχεται αντιμέτωπος με την νέα πραγματικότητα.

   Αλλά ας επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση, της προκαταρκτική, εκείνη του μαθητή. Έχουμε, λοιπόν τον δεκαοκτάχρονο εκείνο που επί ένα χρόνο έδινε κάθε μέρα τον δικό του αγώνα, ένα αγώνα ιδιαίτερα κοπιαστικό και ενίοτε ψυχοφθόρο, ένα αγώνα αντοχής. Είναι η χρονιά εκείνη που ο καθένας μετρά δυνάμεις και αναμετράται με αντίπαλο τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί πολύ απλά ό,τι δώσεις, θα πάρεις. Αυτή η θεωρία που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα είναι εκείνη που συνοψίζεται στο λαϊκό απόφθεγμα “ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις”. Τί σημαίνει αυτό; Με απλά λόγια, εννοείται πως ο κόπος που θα καταβάλει κανείς είναι μεν προσωπική υπόθεση, καθορίζει δε σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα .Σαφέστατα υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που πρέπει να συνυπολογιστούν, όπως η βοήθεια-καθοδήγηση του υποψηφίου από τους καθηγητές του, αλλά και ο παράγοντας της τύχης που είναι ανεξάρτητη της ανθρώπινης παρέμβασης.

   Κακώς ή καλώς η ελληνική κοινωνίας εδώ και αρκετά χρόνια, στερεοτυπικά έχει συνδέσει την εκπαίδευση με την κατοχή πτυχίου ΑΕΙ/ΤΕΙ, ως εκείνου που εξασφαλίζει τον νέο, δίνοντάς του ένα εφόδιο στην απαιτητική αγορά εργασίας. Πρόκειται για μια άποψη που ίσως έχει εν μέρει αμφισβητηθεί μόλις τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ευρύτερης οικονομικής κατάστασης που διαγράφει ένα πραγματικά προβληματικό μέλλον για τους αποφοίτους. Παρόλα αυτά στην συνείδηση του μέσου Έλληνα γονιού εξακολουθεί η αίγλη ενός πτυχίου να λειτουργεί ως κίνητρο για να παροτρύνει το παιδί του να συμμετάσχει στις αντίστοιχες εξετάσεις. Και κάπως έτσι οι πανελλήνιες έχουν λάβει θρυλική διάσταση, ενώ κάθε χρόνο τα ΜΜΕ απολαμβάνουν δεόντως το θέμα ηρωοποιώντας μαθητές (εκείνους τους “πρώτους των πρώτων”) που -μεταξύ μας- αποτελούν βέβαια θετικό πρότυπο για τις επερχόμενες γενιές , αλλά ίσως καμιά φορά να αποκρύπτουν τις δυσκολίες της συγκεκριμένης χρονιάς επειδή “είχαν πρόγραμμα”.

   Τέλος πάντων. Το σημαντικό πέραν των υπολοίπων είναι ότι κάποια στιγμή η προετοιμασία τελειώνει, οι εξετάσεις πραγματοποιούνται, τα βαθμολογικά αποτελέσματα αναρτούνται στις σχολικές μονάδες οπότε ξεκινά η διαδικασία επιλογής σχολών και υποβολής του μηχανογραφικού. Εδώ υπάρχουν δύο κατηγορίες μαθητών : εκείνοι που έχουν επιλέξει εκ των προτέρων τί θα ήθελαν να ακολουθήσουν και εκείνοι που περίμεναν τα αποτελέσματα για να αποφασίσουν. Προσωπικά θεωρώ ότι καλύτερο είναι να ξέρει κάποιος από πριν τί θέλει να ακολουθήσει , διότι αυτό θα του δώσει ισχυρό κίνητρο να παλέψει καθ’ όλη την χρονιά με μεγαλύτερο πάθος, υπομονή και επιμονή. Επειδή όμως συχνότατα συμβαίνει η σχολή προτίμησης να μην είναι ξεκάθαρη στον υποψήφιο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτό.

      Ο διχασμένος μέσα του νέος -όσο γραφικό και να είναι αυτό- θα πρέπει να επιλέξει με βάση κυρίως τις προτιμήσεις του. Με τον όρο προτιμήσεις νοούνται ευρύτερα κλίσεις, ταλέντα, ιδιαίτερες δεξιότητες που διαθέτει, πράγματα στα οποία είναι καλός. Αν δεν υπάρχει συνάφεια με αυτά, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να προβεί στην σωστή επιλογή. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο που δεν αγαπά τα παιδιά. Θα μπορούσε να γίνει ποτέ δάσκαλος; Αντίστοιχα, ένας μοναχικός ,εσωστρεφής χαρακτήρας θα μπορούσε ποτέ να ασχολείται με τις δημόσιες σχέσεις; Είναι σαφές, συνεπώς πως ιδιοσυγκρασιακά δεν ταιριάζουν σε όλους όλα. Η επιλογή βεβαίως πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με παλαιότερα, επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από την προοπτική αποκατάστασης που μπορεί να έχει ένα επάγγελμα. Η αγορά εργασίας ήταν και είναι , σήμερα εντονότερα, ανταγωνιστική, πράγμα που υπαγορεύει την ανάγκη για προσανατολισμό προς τομείς οι οποίοι φαίνεται πως δύνανται να παρέχουν ένα εισόδημα που θα εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής στον αυριανό απασχολούμενο .Στο σημείο αυτό υπάρχει μεγάλη ρευστότητα καθώς διαρκώς η ανάγκη ή μη κάθε επαγγέλματος εξαρτάται από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης. Επιπλέον, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι και καθηγητές είναι πιθανό να επιδράσουν στην διαδικασία επιλογής, ωστόσο πέραν από μια συμβουλευτική συμβολή δεν πρέπει ποτέ ο ενδιαφερόμενος να ξεχνά ότι η προσπάθεια ήταν δική του, και το επάγγελμα δεν θα ασκηθεί από κανέναν άλλο πλην του ιδίου. Σε τελική ανάλυση, ο καθένας επιλέγει πως θα ζήσει. Κακά τα ψέματα, η επιλογή επαγγέλματος είναι απόφαση ζωής. Ακόμη και να μην ασκήσει κάποιος τον τομέα στον οποίο ειδικεύτηκε δεν θα πάψει ποτέ να έχει αποκτήσει γνώσεις σε έναν τομέα του επιστητού, σε ένα αντικείμενο που τον συγκινεί και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την έποψή του για τον κόσμο.

   Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως το να επιλέγει κάποιος επάγγελμα όσο νεφελώδες και να υφίσταται στην συνείδηση του εκάστοτε δεκαοκτάχρονου , είναι μια κρίσιμη στιγμή στην ζωή του ανθρώπου, μια στιγμή που βασίζεται στην αυτογνωσία και τα όνειρά του. Αν η επιλογή γίνει με την καρδιά και με την σύμφωνη γνώμη του μυαλού, θα είναι δίχως άλλο επιτυχής.
                                                                                   Της Κούρταλη Πολυτίμης,
                                                                                     μέλος του Logicalistico


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις