Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


(Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή μου θαυμασμό κι’ ευλάβεια πάντοτε καινούργια και μεγάλη…ο έναστρος ουρανός παν’ από μένα κι’ ο ηθικός νόμος μέσα μου. Αυτά τα δύο πράγματα…τα βλέπω μπροστά μου και τα συνδέω άμεσα με τη συνείδηση της ύπαρξής μου. Το πρώτο αρχίζει απ’ τη θέση που κατέχω στον αισθητό εξωτερικό κόσμο….το δεύτερο αρχίζει απ’ το αόρατο εγώ μου, απ’ την προσωπικότητά μου, και με παρουσιάζει σ’ ένα κόσμο, όπου υπάρχει το αληθινό άπειρο κι’ όπου μόνο η διάνοια μπορεί να εισδύσει…) Immanuel Kant
Έχοντας κι εγώ από νεαρή ηλικία προσβληθεί από το καντιανό μικρόβιο, του σκοτεινού και δυσανάγνωστου ύφους της ανώριμης επίμονης και της διαρκούς θέλησης μου να ενδώσω κάποια στιγμή της ζωής μου ολότελα στην καντιανή φιλοσοφία, και μη όντας ακόμη ώριμος να διαθέσω ποτάμια μελανιού για να αποκωδικοποιήσω το ακριβές νόημα πίσω από τα λεξικα ‘’φαινόμενα’’ της καντιανής ορθολογικότητας, η πράξη μου, υποκινούμενη από τη συνειδητή μου βούληση να αφιερώσω έστω και μια επιπόλαιη ανάλυση, στον άνθρωπο που ‘’σύνθεσε’’ ριζικά το φιλοσοφικό στοχασμό, είναι μια σταγόνα παραποιημένης αλήθειας στην απεραντοσύνη του φιλοσοφικού ωκεανού. Αν ο Κάντ δε με ‘’στοιχειώσει’’ γι’αυτή την επιπόλαιη δραση, αρκεί τότε μόνο η συνείδηση μου να επωμιστεί ενοχικά το αίσθημα της αιδούς εμπρός αυτού του μεγάλου φιλοσόφου. Για να επαληθεύσω και τα λεγόμενα μου, ‘’Αλλά αυτή η καθολικότητα είναι μόνο το εξωτερικό περίγραμμα και όχι ο πυρήνας του μεγαλείου του, αυτός βρίσκεται κυρίως στην αξιοθαύμαστη ενέργεια με την οποία μπορούσε να διαπεράσει συστηματικά το πλήθος της ύλης των στοχασμών και να το επεξεργαστεί…’’ (Wilhelm Windelband).
Ο Ρασιοναλιστικός Εμπειρισμός-Γεφύρωση των αντιμαχόμενων Ιδεολογιών
Μετά το ριζοσπασιτικό καρτεσιανό ‘’cogito ergo sum’’ του Rene Descartes, την αφύπνιση του τελευταίου από τον παιδικό του δογματισμό και την αφετηρία αμφιβολίας για κάθε γνώση σε βαθμό που μόνο αναγκαίοι καθολικοί κανόνες όπως τα Μαθηματικά ‘’πρέπει’’ να αποτελούν τη μόνη ασφαλή διέξοδο για την προσέγγιση της αλήθειας, έναν αιώνα περίπου αργότερα ξεσπά η λεγόμενη ‘’καντιανή επανάσταση’’.Η ‘’καντιανή επανάσταση’’ είναι συνήθης έκφραση που χρησιμοποιείται (αφηρημμένα) για να τονίσει την οξυδερκή κι ιδιοφυή σκέψη του γνωστότατου γερμανού φιλοσόφου Immanuel Kant. Ο Kant, αντιμέτωπος με την αναπόδεικτη αφενός μαγευτική αληθοφάνεια του ιδεαλιστικού ορθολογισμού και την εξτρεμιστική σκεπτικιστική εκδοχή του ‘’βαυκαλιζόμενου’’ Εμπειρισμού, ξυπνάει αναστοχαστικά και διαστοχαστικά από τον δογματικό του ύπνο για να επιλύσει το φιλοσοφικό διχασμό. Επηρεασμένος από τη γνωσιολογία του Leibniz και ειδικότερα του Hume(1), εισάγει τη δική του θεώρηση του ρασιοναλιστικού εμπειρισμού, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στους ατελεύτητα αιώνιους εχθρούς, ιδεαλιστές κι εμπειριστές. Αναθεωρεί συνεπώς την επιπολαιότητα της άφθαρτης, άυλης, αιώνιας κι αθάνατης πλατωνικής Ιδέας και ξεσκεπάζει ταυτόχρονα την απατηλή μονόφθαλμη αισθησιοκεντρικότητα του Εμπειρισμού.
Η εμπειρία ως πηγή, πρωταρχικής ‘’εναυσματικής’’, ανικανοποίητης-ανεπαρκούς γνώσεως.
Συγκεκριμένα ο Kant ισχυρίζεται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, ότι η εμπειρία(2)αποτελεί αναμφίβολα το πρώτο προϊόν πηγής ( αφετηρίας) κάθε γνώσης, ωστόσο χωρίς να εκθειάσει αφελώς μια τέτοια σκέψη υπερτονίζει ότι η εμπειρία απλώς προσφέρει τα ανικανοποίητα για τον Νού αντικειμενικά (Πράγματα) ερεθίσματα και πως η συνδρομή της νόησης είναι αναγκαία για την επεξεργασία αυτης της χαώδους κι άμορφης ύλης. H ορθολογική ταξινόμιση των αντικειμένων στο χωροχρόνο με σκοπό την παραγωγή γνώσης, προϋποθέτει τη συμβολή των νοητικών μηχανισμών .Η αντιληπτική αυτή δραστηριότητα προϋποθέτει φυσικά την αισθητικότητα-αισθητηριακή ικανότητα (Sinnlichkeit) και δεκτικότητα του πνεύματος,αλλά όχι για κάθε γνώση, όπως θα συνέβαινε με τα καθαρά Μαθηματικά(3). Ο Νούς λειτουργεί αυτενεργώντας παράγοντας τους νοητικούς νόμους μετασχηματίζοντας τις αισθητηριακές εντυπώσεις σε γνώσεις. Αυτή η επανάσταση στη σκέψη ισοδυναμεί με την υπερβατική λογική( δηλαδή την αναγκαστική αρμονική σύζευξη και συνεργασία αισθήσεων και νόησης) κι όχι την υπερβατολογική καθώς η τελευταία υπερβαίνοντας τα όρια κάθε δυνατής εμπειρίας, αναφερόμενοι σε ψιλές εννοιες(4) απομονωμένες στον ορθό λόγο αντιμάχεται τον εαυτό της αναζητώντας την αλήθεια στην έννοιες ( υπερβατολογική συνείδηση)(5). Πρόκειται για γνώσεις ανεξάρτητες από κατ’αίσθηση εποπτείες (δηλαδή εμπειρίες), οι οποίες ονομάζονται a priori καθαρές έννοιες και απορρέουν από την εσωτερική αίσθηση(6) –ωστόσο ο ίδιος ο Kant περιορίζει τη ‘’διαύγεια’’ της α-πριορικής γνώσης-, σε αντίθεση με τις γνώσεις που πηγάζουν από την εμπειρία που ονομάζονται a posteriori γνώσεις και προκύπτουν από την εξωτερική αίσθηση (7).
Νοητικοί μηχανισμοί-Κρίσεις
Ο Kant επεξεργάζεται τις διατυπώσεις των κρίσεων που ασκεί ο νους μέσω της μεσολάβησης της εμπειρίας πρωταρχικώς. Αυτές είναι οι αναλυτικές κι οι συνθετικές κρίσεις. Οι πρώτες προσδιορίζονται ως διασαφητικές ή καταφατικές και χαρακτηρίζονται από τη σχέση του υποκειμένου προς ένα κατηγορούμενο. Το κατηγορούμενο προσδίδει μια ταυτότητα στο υποκείμενο μ’αποτέλεσμα να εξισώνονται κι η επαλήθευση της εγκυρότητας της πρότασης επικυρώνεται με την αρχή της αντίφασης (π.χ. όλα τα σώματα είναι εκτατά) . Αντίθετα, οι συνθετικές κρίσεις διαφέρουν από τις αναλυτικές (π.χ. όλα τα σάματα έχουν βάρος) καθώς το κατηγορούμενο προκύπτει από μια a priori κρίση, η απόδειξη της οποίας έγκεται στην ανάλυση του ορθού λόγου με τη διάγνωση των μορφολογικών ιδιοτήτων του σώματος. Κατά συνέπεια, οι συνθετικές κρίσεις είναι αναπτύσσουσες ή διευρύνουσες καθώς επιδέχονται συνθετότερη ανάλυση. Ο Kant, ισχυρίζεται πως ‘’οι εμπειρικές κρίσεις είναι καθαυτές όλες τους συνθετικές’’ και πως ‘’όλα είναι σύνθετα’’. Α priori συνθετικές κρίσεις είναι τα Μαθηματικά. Φυσικά ο Kant δεν παραλείπει να αναφέρει πως στους νοητικούς μηχανισμούς υπάρχουν ορισμένες βασικές αρχές οι οποίες καθιστούν a priori ορισμενες γνωσεις. Tέτοιες θεμελιώδεις αρχές της καθαρής διανοίας είναι της Ποσότητας (Ενότητα, Πολλότητα, Ολότητα), της Ποιότητας ( Πραγματικότητα , Άρνηση, Περιορισμός), της Αναφοράς ( Ενυπαρξη- Αυθύπαρξη, δηλαδη ουσία και συμβεβηκός, Αίτιο-Αιτιατό, Κοινωνία, δηλαδή θεμελιώδης αρχή της συγχρονικότητας σύμφωνα προς το νόμο της αμοιβαιότητας ή της κοινωνίας) και τέλος του Τρόπου ( Δυνατότητα, Ύπαρξη κι Αναγκαιότητα).


Ο χώρος κι ο χρόνος ως καθαρές εποπτείες a priori.
Ο χώρος κι ο χρόνος ενυπάρχουν στη μορφή της καθαρής εποπτείας κι είναι μια υποκειμενική κατασκευή του πνεύματος μας. Τα εξωτερικά κι εσωτερικά φαινόμενα αντικείμενα και έννοιες υπάρχουν επειδή εμείς τα αισθανόμαστε μέσω της υποκειμενικής μας εποπτείας. Συγκεκριμένα ο χώρος δεν είναι εμπειρική έννοια, αλλά καθαρή εποπτεία και ‘’συνιστά το μορφολογικό γνώρισμα του ίδιου υποκειμένου να πάσχει από αντικείμενα εποπτεύοντας τά’’. Φιλοξενεί συγχρόνως τα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να προηγείται απ’αυτά, αλλά δεν αποτελεί το εγχείρημα ανάλυσης τους ως προς την καθολικότητα και την αναγκαιότητα τους στις διάφορες σχέσεις που υποτίθεται ότι σχηματίζονται. Αντιθέτως, οι σχέσεις αναγκαιότητας των αντικειμένων στο χώρο φιλτράρονται απο την διυποκειμενική μας συνείδηση, και άρα ο χώρος καθίσταται εσωτερική καθαρή a priori εποπτεία, ενώ χώρος απογυμνωμένος από αντικείμενα είναι δυνατό να παραχθεί σαν έννοια, γιατί είναι μια λειτούργια πναεύματος μας. Αξιζει να σημειωθεί, ότι ο χώρος είναι ενικός και πως οι διάφορες σχέσεις αναγκαιότητας (αίτιο-αιτιατό) και καθολικότητας των αντικειμένων που συντελούνται σ’αυτόν, όχι εξαιτίας Αυτού αλλά εξαιτίας της συνείδησης του πνεύματος να επεξεργάζεται τα φαινόμενα χωρικά ‘’κατά τόπον’’ περιορισμένα, αποτελούν επιμέρους στοιχεία του Όλου χώρου (στη Γεωμετρία συμβαίνει με την παραγωγή αναγκαίων καθολικών αξιωμάτων στο χώρο αποδεικτικών από τους κανόνες και μόνο του ορθού λόγου). Κατ’αναλογία και ο χρόνος είναι μια υποκειμενική κατασκευή διά της εσωτερικής καθαρής εποπτείας του πνεύματος.
Η (αιωνίως) δύσμοιρη γνωσιακή διαλεκτική της (αυτό) εξαπάτησης. Η διυποκειμενική- σχετικιστική καθολική αληθοφάνεια των Πραγμάτων.
Ωστοσο ο Kant, γοητευμένος κι από την ιδεαλιστική σκέψη για την ‘’αισθησιοκρατική εξαπάτηση’’ και της επιδίωξης της αντικειμενικής αλήθειας, υπογραμμίζει πως η γνωσιακή διαδικασία μέσω της κατ’αίσθηση εποπτείας, επιδιώκει την ανάλυση Φαινομένων κι όχι υπεραισθητών εννοιών(ψιλές έννοιες). Συγκεκριμένα, τα αντικείμενα στο χωροχρόνο, εμφανίζονται, αρχικώς, χάρη στην εμπειρία, αναλύονται ωστόσο ανεπαρκώς από τη νόηση με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεξάρτητα από εμας κι εξωτερικά από το νού. Η αλήθεια της ουσίας κι η ουσία της αλήθειας κάθε Πράγματος είναι δυσδιάκριτη και συνεπώς η καθολικότητα(8), δηλαδή το πλήρες γνώρισμα της πολλαπλότητας κάθε πράγματος μέσα από την γνωσιακή διαλεκτική της ψευδούς(πρωταρχικά) ικανοποιημένης (δυστυχισμένης έπειτα λόγω της σταδιακής ανάδειξης της αντίφασης και άρα της αυταπάτης της κατά το διαλεκτικό στάδιο) ενικής συνείδησης να ταυτίσει Ενοτικά την Αλήθεια της με την αλήθεια του Αντικειμένου (Einsheit), ναυαγεί ολοσχερώς. Συνεπώς, η παραποιημένη ολότητα του πράγματος είναι το αόριστο συνοθύλευμα των οργανωμένων νοητικών παραστάσεων (του νοείν εν γενει) που καθιστούν αδιάγνωστο το καθαρό Είναι του πράγματος με αποτέλεσμα η ίδια η συνείδηση να βαυκαλίζεται.
Δυστυχώς, αυτές είναι μερικές από τις μεγαλόπνοες Ωκεάνιες ιδέες του Kant, και λεω δυστυχώς γιατί οποιαδήποτε ανάλυση δεν είναι παρά μια παραποίηση της αλήθειας πίσω από τα φαινόμενα, την ουσία του πραγματικού δημιουργού τους. Θα ήταν αβλεψία να παραλείψουμε και την ενασχόλησή τού με επίγεια ενδιαφέροντα, αν και παραδόξως θεωρείται Ιδεαλιστής, κι ιδιαίτερα ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας, που αντανακλούν την προοδευτική ‘’Διαφωτιστική’’ και διαφωτισμένη συνείδηση, αφού διατύπωσε ως πυλώνα της ενίσχυσης δημοκρατικών συμμαχιών με τη σύναψη ΄΄ομόσπονδων’’ συμφώνων, θεμελιώδης αρχή για την δημοκρατική κι ατομική ελευθερία


(1). (5) Ο Kant αναιρεί την αβλεψία του Hume για την ύπαρξη ψυχης. Ο Hume, εμπειρικός φιλόσοφος, ισχυρίζεται πως σκύβοντας μέσα του δε βλέπει παρά μόνο εικόνες, εμπειρίες παραστάσεις της κοινής εμπειρίας, ο Καντ αντίθετα, θέτει πως ο παρατηρητής εκείνη τη στιγμή ειναι ο ίδιος ο εαυτός, η ψυχή ή συνείδηση (υπερβατολογική συνείδηση) και το παρατηρούμενο αντικείμενο είναι η ψυχή, δηλαδή παρατηρεί τον εαυτό της. Αντιστοιχα η υπερβατολογική γνωση είναι εκείνη η γνώση που δεν αφορά τα αντικείμενα αλλά τις συνθήκες δυνατότητας που πρέπει να πληρούνται a priori ώστε να είναι δυνατή η γνώση των αντικειμένων.
(2) Απόσπασμα αποδεικτικό από την Κριτική του Καθαρού Λόγου. <<ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία* γιατί με τι άλλο θα μπορούσε… όλες αρχίζουν με αυτήν>>. Εδώ ο Kant αναδεικνυει τη σημασία της εμπειρίας και των αισθήσεων ως αφετήρια για την κατάκτηση γνώσης, εντούτοις ανεπαρκούς γνώσεως, διότι απαιτείται κι η συνδρομη του νου, λεγόντας άλλωστε πως ‘’γνώση χωρις νού είναι κενή και γνώση χωρίς αισθήσεις τυφλή’’
(3) Τα Μαθηματικά κατά τον Kant είναι a priori γνώσεις, παραγωνται από τον ορθό λόγο ανεξάρτητα από την εμπειρία (δεν αναφέρονται σ’αυτή) μεσα από αναγκαίους καθολικούς κανόνες με τη μεσολάβηση της καθαρής λογικής. Η Αριθμητική σχηματίζει τους αριθμούς με τη διαδοχική προσθήκη μονάδων μεσα στο χρόνο ενώ η Γεωμετρία θέτει ως υπόβαθρο την καθαρή εποπτεία στο χώρο.
(4) ψιλές έννοιες ορίζονται έννοιες χωρίς εποπτείες, έννοιες που δε βρίσκουν κανένα αντίκρυσμα στην εμπειρία.
(6).(7) Στην Υπερβατική Αισθητική επιχειρήται διαφοροποίηση ανάμεσα σε εσωτερική κι εξωτερική αίσθηση ως ικανότητες του πνεύματος (της Λογικής). Η εσωτερική αίσθηση είναι η ικανότητα του πνεύματος να εποπτεύει τον ίδιο του τον εαυτό ή την εσωτερική κατάσταση του και να παράγει έννοιες ανεξάρτητες από την εμπειρίαα, ικανότητα που καθίσταται δυνατή από την αφηρημμένη ύπαρξη του χρόνου. Η εξωτερική αίσθηση είναι αντίθετα η ιδιότητα του πνεύματος να σχηματίζει παραστάσεις από αντικείμενα τοποθετημένα στο χωροχρόνο.
(8) καθολικότητα είναι η συστηματική επιδίωξη της ενικής συνείδησης επεξεργάζοντας ένα αντικείμενο να οδηγηθεί στη διάγνωση της αλήθειας του μέσω της αναζήτησης των ολικών ιδιοτήτων του Πράγματος (ολότητα), που το απαρτίζουν και το καθιστούν αυθύπαρκτο. Κατά τη διαλεκτική του Hegel η ενική συνείδηση μέσω της αισθητήριας βεβαιότητας[ τη συμβολή των αισθήσεων, διότι δεν υπάρχει αμφιβολία για την ύπαρξη τους (αυτοεπιβεβαίωση της καρτεσιανής αμφιβολίας) ] που ισοδυναμεί με μια εκφραστική βεβαιότητα(Ausprechen) για το επεξεργαζόμενο αντικειμενο, αυτοεξαπατάται αρχικώς μέσω της αντίφασης ‘’η οποία είναι η ανάπτυξη της άρνησης που εμπεριέχεται στην ταυτότητα και διά της Ετερότητας μεταβαίνει στην αντίθεση’’, (η συνειδηση) κινειται προοδευτικά μέχρι τη σύνθεση δηλαδή τη διάγνωση της καθολικής πολλαπλότητας του πράγματος και της Ενότητας της ενικής συνείδησης με το Πράγμα δι’εαυτό…
                                                                                            του Λουκά Καραλά,


                                                                                         μέλος του Logicalistico

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις